Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
πρωτολεχής
πρωτόληνα
πρωτολογία
πρωτολόγιμος
πρωτολόγος
πρωτολοχία
View word page
πρωτοκτόνος
committing the first murder, the first homicide
ShortDef
committing the first murder, the first homicide
Debugging
Headword:
πρωτοκτόνος
Headword (normalized):
πρωτοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκτονος
IDX:
77062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77063
Key:
Data
{'content': 'committing the first murder, the first homicide'}