Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
πρωτολεχής
πρωτόληνα
πρωτολογία
View word page
πρωτόκουρος
first cut

ShortDef

first cut

Debugging

Headword:
πρωτόκουρος
Headword (normalized):
πρωτόκουρος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκουρος
IDX:
77059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77060
Key:

Data

{'content': 'first cut'}