Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
View word page
πρωτοκοσμέω
to be πρωτόκοσμος

ShortDef

to be πρωτόκοσμος

Debugging

Headword:
πρωτοκοσμέω
Headword (normalized):
πρωτοκοσμέω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκοσμεω
IDX:
77056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77057
Key:

Data

{'content': 'to be πρωτόκοσμος'}