Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
View word page
πρωτοκόμης
with unshorn locks

ShortDef

with unshorn locks

Debugging

Headword:
πρωτοκόμης
Headword (normalized):
πρωτοκόμης
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκομης
IDX:
77055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77056
Key:

Data

{'content': 'with unshorn locks'}