Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
View word page
πρωτόκολλον
the first

ShortDef

the first

Debugging

Headword:
πρωτόκολλον
Headword (normalized):
πρωτόκολλον
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκολλον
IDX:
77054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77055
Key:

Data

{'content': 'the first'}