Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
View word page
πρωτοκαιρία
favourable opportunity

ShortDef

favourable opportunity

Debugging

Headword:
πρωτοκαιρία
Headword (normalized):
πρωτοκαιρία
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκαιρια
IDX:
77049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77050
Key:

Data

{'content': 'favourable opportunity'}