Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
View word page
πρωτόθρονος
filling the first seat

ShortDef

filling the first seat

Debugging

Headword:
πρωτόθρονος
Headword (normalized):
πρωτόθρονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοθρονος
IDX:
77047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77048
Key:

Data

{'content': 'filling the first seat'}