Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
View word page
πρωτόζυξ
newly wedded
ShortDef
newly wedded
Debugging
Headword:
πρωτόζυξ
Headword (normalized):
πρωτόζυξ
Headword (normalized/stripped):
πρωτοζυξ
IDX:
77044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77045
Key:
Data
{'content': 'newly wedded'}