Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
View word page
πρωτοζύμιον
prime ferment

ShortDef

prime ferment

Debugging

Headword:
πρωτοζύμιον
Headword (normalized):
πρωτοζύμιον
Headword (normalized/stripped):
πρωτοζυμιον
IDX:
77043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77044
Key:

Data

{'content': 'prime ferment'}