Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
View word page
πρωτόζευκτος
newly married
ShortDef
newly married
Debugging
Headword:
πρωτόζευκτος
Headword (normalized):
πρωτόζευκτος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοζευκτος
IDX:
77041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77042
Key:
Data
{'content': 'newly married'}