Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
View word page
πρωτοδιάκονος
first deacon

ShortDef

first deacon

Debugging

Headword:
πρωτοδιάκονος
Headword (normalized):
πρωτοδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοδιακονος
IDX:
77039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77040
Key:

Data

{'content': 'first deacon'}