Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
πρωτοθοινία
View word page
πρωτόδαμνος
first-tamed
ShortDef
first-tamed
Debugging
Headword:
πρωτόδαμνος
Headword (normalized):
πρωτόδαμνος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοδαμνος
IDX:
77035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77036
Key:
Data
{'content': 'first-tamed'}