Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρωτόζυξ
View word page
πρωτοδαής
having learnt for the first time
ShortDef
having learnt for the first time
Debugging
Headword:
πρωτοδαής
Headword (normalized):
πρωτοδαής
Headword (normalized/stripped):
πρωτοδαης
IDX:
77034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77035
Key:
Data
{'content': 'having learnt for the first time'}