Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
View word page
πρωτόγονος
first-born, firstling

ShortDef

first-born, firstling

Debugging

Headword:
πρωτόγονος
Headword (normalized):
πρωτόγονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογονος
IDX:
77032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77033
Key:

Data

{'content': 'first-born, firstling'}