Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
View word page
πρωτόγναφος
fresh from the fuller's

ShortDef

fresh from the fuller's

Debugging

Headword:
πρωτόγναφος
Headword (normalized):
πρωτόγναφος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογναφος
IDX:
77030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77031
Key:

Data

{'content': "fresh from the fuller's"}