Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
View word page
πρωτογέννητος
primo genitus

ShortDef

primo genitus

Debugging

Headword:
πρωτογέννητος
Headword (normalized):
πρωτογέννητος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογεννητος
IDX:
77027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77028
Key:

Data

{'content': 'primo genitus'}