Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
View word page
πρωτογενής
first-born, primeval

ShortDef

first-born, primeval

Debugging

Headword:
πρωτογενής
Headword (normalized):
πρωτογενής
Headword (normalized/stripped):
πρωτογενης
IDX:
77025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77026
Key:

Data

{'content': 'first-born, primeval'}