Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
View word page
πρωτογένημα
firstfruits

ShortDef

firstfruits

Debugging

Headword:
πρωτογένημα
Headword (normalized):
πρωτογένημα
Headword (normalized/stripped):
πρωτογενημα
IDX:
77024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77025
Key:

Data

{'content': 'firstfruits'}