Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονος
View word page
πρωτογένειος
with the first beard, in the bloom of youth

ShortDef

with the first beard, in the bloom of youth

Debugging

Headword:
πρωτογένειος
Headword (normalized):
πρωτογένειος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογενειος
IDX:
77022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77023
Key:

Data

{'content': 'with the first beard, in the bloom of youth'}