Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
View word page
πρωτογένεια
first-born

ShortDef

first-born

Debugging

Headword:
πρωτογένεια
Headword (normalized):
πρωτογένεια
Headword (normalized/stripped):
πρωτογενεια
IDX:
77021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77022
Key:

Data

{'content': 'first-born'}