Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
View word page
πρωτόγαμος
just married
ShortDef
just married
Debugging
Headword:
πρωτόγαμος
Headword (normalized):
πρωτόγαμος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογαμος
IDX:
77020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77021
Key:
Data
{'content': 'just married'}