Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
πρωτογέννητος
View word page
πρωτόβολος
first struck

ShortDef

first struck

Debugging

Headword:
πρωτόβολος
Headword (normalized):
πρωτόβολος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοβολος
IDX:
77017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77018
Key:

Data

{'content': 'first struck'}