Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτεύς
Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
πρωτογένημα
πρωτογενής
Πρωτογένης
View word page
πρωτοβόλος
budding, fresh

ShortDef

budding, fresh

Debugging

Headword:
πρωτοβόλος
Headword (normalized):
πρωτοβόλος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοβολος
IDX:
77016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77017
Key:

Data

{'content': 'budding, fresh'}