Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρῳτερική
πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύς
Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
πρωτογενέσια
View word page
πρωτόβαθρος
taking the first seat

ShortDef

taking the first seat

Debugging

Headword:
πρωτόβαθρος
Headword (normalized):
πρωτόβαθρος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοβαθρος
IDX:
77013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77014
Key:

Data

{'content': 'taking the first seat'}