Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτενσιτεύω
πρῳτερική
πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύς
Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
πρωτογένειος
View word page
πρωτοβαθρέω
place

ShortDef

place

Debugging

Headword:
πρωτοβαθρέω
Headword (normalized):
πρωτοβαθρέω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοβαθρεω
IDX:
77012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77013
Key:

Data

{'content': 'place'}