Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτενίαυτος
πρωτενσιτεύω
πρῳτερική
πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύς
Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
πρωτογένεια
View word page
πρώτιστος
the very first, first of the first

ShortDef

the very first, first of the first

Debugging

Headword:
πρώτιστος
Headword (normalized):
πρώτιστος
Headword (normalized/stripped):
πρωτιστος
IDX:
77011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77012
Key:

Data

{'content': 'the very first, first of the first'}