Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτελληνοδίκης
πρωτενίαυτος
πρωτενσιτεύω
πρῳτερική
πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύς
Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
πρωτόγαμος
View word page
πρωτιστεύω
to be the very first

ShortDef

to be the very first

Debugging

Headword:
πρωτιστεύω
Headword (normalized):
πρωτιστεύω
Headword (normalized/stripped):
πρωτιστευω
IDX:
77010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77011
Key:

Data

{'content': 'to be the very first'}