Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτείρης
πρωτελληνοδίκης
πρωτενίαυτος
πρωτενσιτεύω
πρῳτερική
πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύς
Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
πρωτογαμία
View word page
πρωτηρότης
the earliest plougher

ShortDef

the earliest plougher

Debugging

Headword:
πρωτηρότης
Headword (normalized):
πρωτηρότης
Headword (normalized/stripped):
πρωτηροτης
IDX:
77009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77010
Key:

Data

{'content': 'the earliest plougher'}