Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
ἀνθρωπόθυμος
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
ἀνθρωποκτονέω
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωποκτόνος
View word page
ἀνθρωποειδής
like a man, in human form

ShortDef

like a man, in human form

Debugging

Headword:
ἀνθρωποειδής
Headword (normalized):
ἀνθρωποειδής
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποειδης
IDX:
7700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7701
Key:

Data

{'content': 'like a man, in human form'}