Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρώτειος
πρωτείρης
πρωτελληνοδίκης
πρωτενίαυτος
πρωτενσιτεύω
πρῳτερική
πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύς
Πρωτεύς
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρωτιστεύω
πρώτιστος
πρωτοβαθρέω
πρωτόβαθρος
πρωτοβολέω
πρωτοβολία
πρωτοβόλος
πρωτόβολος
πρωτόγαλα
View word page
πρωτεύω
to be the first, hold the first place
ShortDef
to be the first, hold the first place
Debugging
Headword:
πρωτεύω
Headword (normalized):
πρωτεύω
Headword (normalized/stripped):
πρωτευω
IDX:
77008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77009
Key:
Data
{'content': 'to be the first, hold the first place'}