Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβελτερεύομαι
ἀβελτερία
ἀβελτεροκόκκυξ
ἀβέλτερος
Ἀβεσσαῖος
ἀβίαστος
ἀβίβλης
ἄβιος
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαστέω
ἀβλάστητος
ἄβλαστος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
View word page
ἀβιωτοποιός
making life insupportable

ShortDef

making life insupportable

Debugging

Headword:
ἀβιωτοποιός
Headword (normalized):
ἀβιωτοποιός
Headword (normalized/stripped):
αβιωτοποιος
IDX:
76
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77
Key:

Data

{'content': 'making life insupportable'}