Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
ἀνθρωπόθυμος
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
ἀνθρωποκτονέω
View word page
ἀνθρωποδαίμων
a man-god
ShortDef
a man-god
Debugging
Headword:
ἀνθρωποδαίμων
Headword (normalized):
ἀνθρωποδαίμων
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποδαιμων
IDX:
7698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7699
Key:
Data
{'content': 'a man-god'}