Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρῳρατικός
πρῳραχθής
Πρωρεύς
πρῳρεύς
πρώρη
πρωρός
πρωτάγγελος
Πρωταγόρας
Πρωταγόρειος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρωταίτιος
πρωτανακλίτης
πρωταπογράφομαι
πρωταρχέω
πρωτάρχης
πρώταρχος
Πρώταρχος
πρωταύλης
πρωταυράριος
View word page
πρωταγωνιστέω
to take the lead, play first fiddle
ShortDef
to take the lead, play first fiddle
Debugging
Headword:
πρωταγωνιστέω
Headword (normalized):
πρωταγωνιστέω
Headword (normalized/stripped):
πρωταγωνιστεω
IDX:
76985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76986
Key:
Data
{'content': 'to take the lead, play first fiddle'}