Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
ἀνθρωπόθυμος
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
View word page
ἀνθρωπογράφος
painter of men

ShortDef

painter of men

Debugging

Headword:
ἀνθρωπογράφος
Headword (normalized):
ἀνθρωπογράφος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπογραφος
IDX:
7697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7698
Key:

Data

{'content': 'painter of men'}