Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
πρῴραθε
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρατικός
πρῳραχθής
Πρωρεύς
πρῳρεύς
πρώρη
πρωρός
πρωτάγγελος
Πρωταγόρας
Πρωταγόρειος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
View word page
πρῳραχθής
laden at the prow

ShortDef

laden at the prow

Debugging

Headword:
πρῳραχθής
Headword (normalized):
πρῳραχθής
Headword (normalized/stripped):
πρωραχθης
IDX:
76976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76977
Key:

Data

{'content': 'laden at the prow'}