Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
πρῴραθε
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρατικός
πρῳραχθής
Πρωρεύς
πρῳρεύς
πρώρη
πρωρός
πρωτάγγελος
Πρωταγόρας
Πρωταγόρειος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
View word page
πρῳρατικός
of or for a πρῳράτης, officer in command at the bow

ShortDef

of or for a πρῳράτης, officer in command at the bow

Debugging

Headword:
πρῳρατικός
Headword (normalized):
πρῳρατικός
Headword (normalized/stripped):
πρωρατικος
IDX:
76975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76976
Key:

Data

{'content': 'of or for a πρῳράτης, officer in command at the bow'}