Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
πρῴραθε
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρατικός
πρῳραχθής
Πρωρεύς
πρῳρεύς
πρώρη
πρωρός
πρωτάγγελος
Πρωταγόρας
Πρωταγόρειος
View word page
πρῳρατεύω
to be a πρῳράτης
ShortDef
to be a πρῳράτης
Debugging
Headword:
πρῳρατεύω
Headword (normalized):
πρῳρατεύω
Headword (normalized/stripped):
πρωρατευω
IDX:
76973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76974
Key:
Data
{'content': 'to be a πρῳράτης'}