Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
πρῴραθε
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρατικός
πρῳραχθής
Πρωρεύς
πρῳρεύς
πρώρη
πρωρός
View word page
πρῷρα
the forepart of a ship, a ship's head, prow, bow

ShortDef

the forepart of a ship, a ship's head, prow, bow

Debugging

Headword:
πρῷρα
Headword (normalized):
πρῷρα
Headword (normalized/stripped):
πρωρα
IDX:
76970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76971
Key:

Data

{'content': "the forepart of a ship, a ship's head, prow, bow"}