Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
πρῴραθε
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρατικός
πρῳραχθής
Πρωρεύς
View word page
πρῷμος
early
ShortDef
early
Debugging
Headword:
πρῷμος
Headword (normalized):
πρῷμος
Headword (normalized/stripped):
πρωμος
IDX:
76967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76968
Key:
Data
{'content': 'early'}