Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
πρῴραθε
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
πρῳράτης
View word page
πρωλυθίαι
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
πρωλυθίαι
Headword (normalized):
πρωλυθίαι
Headword (normalized/stripped):
πρωλυθιαι
IDX:
76964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76965
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}