Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
πρῴραθε
πρῴραθεν
πρῳρατεύω
View word page
πρωκτοτηρέω
to be a watcher of πρωκτοί

ShortDef

to be a watcher of πρωκτοί

Debugging

Headword:
πρωκτοτηρέω
Headword (normalized):
πρωκτοτηρέω
Headword (normalized/stripped):
πρωκτοτηρεω
IDX:
76963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76964
Key:

Data

{'content': 'to be a watcher of πρωκτοί'}