Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
πρῷρα
View word page
πρωκτίζω
take in the ass

ShortDef

take in the ass

Debugging

Headword:
πρωκτίζω
Headword (normalized):
πρωκτίζω
Headword (normalized/stripped):
πρωκτιζω
IDX:
76960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76961
Key:

Data

{'content': 'take in the ass'}