Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
πρώξ
View word page
πρώκιος
dewy
ShortDef
dewy
Debugging
Headword:
πρώκιος
Headword (normalized):
πρώκιος
Headword (normalized/stripped):
πρωκιος
IDX:
76959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76960
Key:
Data
{'content': 'dewy'}