Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
πρών
View word page
πρώκινος
dewy

ShortDef

dewy

Debugging

Headword:
πρώκινος
Headword (normalized):
πρώκινος
Headword (normalized/stripped):
πρωκινος
IDX:
76958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76959
Key:

Data

{'content': 'dewy'}