Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
πρῷμος
View word page
πρώκεα
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πρώκεα
Headword (normalized):
πρώκεα
Headword (normalized/stripped):
πρωκεα
IDX:
76957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76958
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}