Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
Πρωμόνα
View word page
πρωΐσπορος
sown

ShortDef

sown

Debugging

Headword:
πρωΐσπορος
Headword (normalized):
πρωΐσπορος
Headword (normalized/stripped):
πρωισπορος
IDX:
76956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76957
Key:

Data

{'content': 'sown'}