Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
Πρώμνη
View word page
πρωϊσπορέομαι
to be sown early

ShortDef

to be sown early

Debugging

Headword:
πρωϊσπορέομαι
Headword (normalized):
πρωϊσπορέομαι
Headword (normalized/stripped):
πρωισπορεομαι
IDX:
76955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76956
Key:

Data

{'content': 'to be sown early'}