Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωιζά
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρωλυθίαι
View word page
πρωϊότης
earliness
ShortDef
earliness
Debugging
Headword:
πρωϊότης
Headword (normalized):
πρωϊότης
Headword (normalized/stripped):
πρωιοτης
IDX:
76954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76955
Key:
Data
{'content': 'earliness'}