Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
πρωιζά
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
πρωκτίζω
View word page
πρώϊμος
early
ShortDef
early
Debugging
Headword:
πρώϊμος
Headword (normalized):
πρώϊμος
Headword (normalized/stripped):
πρωιμος
IDX:
76950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76951
Key:
Data
{'content': 'early'}