Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωΐα
πρωϊανθής
πρωϊβλαστέω
πρωϊβλαστής
πρωϊβλαστία
πρωιζά
πρωϊζός
πρωΐθεν
πρωϊκαρπέω
πρωϊκαρπία
πρωΐκαρπος
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώιον
πρώϊος
πρωϊότης
πρωϊσπορέομαι
πρωΐσπορος
πρώκεα
πρώκινος
πρώκιος
View word page
πρωΐκαρπος
fruiting early
ShortDef
fruiting early
Debugging
Headword:
πρωΐκαρπος
Headword (normalized):
πρωΐκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πρωικαρπος
IDX:
76949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76950
Key:
Data
{'content': 'fruiting early'}